καταβιάζομαι

From LSJ
Revision as of 16:35, 22 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b> [a-zA-Z]+\.) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2, $3 $4")

ἐγὼ δ' ἀνάγκῃ προύμαθον στέργειν κακά → I have been slowly schooled by necessity to endure misery

Source

German (Pape)

[Seite 1339] bewältigen, bezwingen, πόλιν App. B. C. 2, 28; δυνάμει καὶ χάριτι δόξαν, erzwingen, Plut. de Εἰ apud Delph. 3. – Pass., καταβιάζεται ὑπ' ἐκείνου Plut. Thes. 11; καταβιασθῆναι verbesserte Wyttenbach für καταβιβασθῆναι Plut. Symp. 2, 5, 2.

Greek Monotonic

καταβιάζομαι: μέλ. -άσομαι, αποθ.,
I. εξαναγκάζω, σε Θουκ.
II. Παθ., εξαναγκάζομαι, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

καταβιάζομαι:
1) med. подчинять себе, покорять (τινα παρὰ γνώμην Thuc.; δυνάμει καὶ χάριτι τὴν δόξαν Plut.): ὁμολογεῖν μὴ πεφυκότα καταβιαζόμενοι Plut. (стоики), извращающие несовместимые (с их системой) явления;
2) pass. быть принуждаемым (ὑπό τινος Plut.).

Middle Liddell

fut. άσομαι
Dep.
I. to constrain, Thuc.
II. Pass. to be forced, Plut.