Καμαριναῖος
From LSJ
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
French (Bailly abrégé)
α, ον :
de Camarina.
Étymologie: Καμάρινα.
Russian (Dvoretsky)
Κᾰμᾰρῑναῖος: ὁ житель города Камарина Polyb., Her.