κουφόνοος

From LSJ
Revision as of 11:45, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "d’" to "d'")

ἆρ' ἐς τὸ κάλλος ἐκκεκώφηται ξίφη → can it be that her beauty has blunted their swords, can it be that their swords are blunted at the sight of her beauty

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κουφόνοος Medium diacritics: κουφόνοος Low diacritics: κουφόνοος Capitals: ΚΟΥΦΟΝΟΟΣ
Transliteration A: kouphónoos Transliteration B: kouphonoos Transliteration C: koufonoos Beta Code: koufo/noos

English (LSJ)

ον, contr. κουφό-νους, ουν, A light-minded, thoughtless, εὐηθία A.Pr.385; ἔρωτες S.Ant. 617 (lyr.); ὄρνιθες ib.342 (lyr.); τὸ κουφόνουν, = κουφόνοια, App.Hisp. 9; of persons, Corn.ND25: freq. in Adam., 1.14, al.: heterocl. pl. κουφόνοες in Polem.Phgn.5. Adv.κουφόνως App.BC4.124.

Greek (Liddell-Scott)

κουφόνοος: -ον, συνῃρ. -νους, ουν, κοῦφος τὸν νοῦν, ἐλαφρόμυαλος, ἀστόχαστος, εὐηθία Αἰσχύλ. Πρ. 383· ἔρωτες Σοφ. Ἀντ. 617· ὄρνιθες αὐτόθι 343· τὸ κουφόνουν = κουφόνοια, Ἀππ. Ἰβηρ. 9· ― ὑπάρχει καὶ ἑτερόκλ. πληθ. κουφόνοες ἐν Πολέμωνος Φυσιογν. 1. 3, πρβλ. Λοβ. Φρύνιχ. 453. Ἐπίρρ. κουφόνως, Ἀππ. Ἐμφύλ. 4. 124.

French (Bailly abrégé)

οος, οον;
1 en parl. d'oiseaux à la nature légère, au vol léger;
2 irréfléchi, inconsidéré ; crédule;
3 mobile, inconstant.
Étymologie: κοῦφος, νόος.

Greek Monotonic

κουφόνοος: -ον, συνηρ. -νους, -ουν, ο κουφός στο μυαλό, ελαφρόμυαλος, σε Αισχύλ., Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

κουφόνοος: стяж. κουφόνους 2
1) легкий, легкокрылый (φῦλον ὀρνίθων Soph.);
2) легкомысленный, безрассудный (εὐηθία Aesch.; ἔρωτες Soph.).