παντοβαρής
From LSJ
Ἥδιστόν ἐστιν εὐτυχοῦντα νοῦν ἔχειν → Dulcissimum prudentia inter prospera → Erfreulich ist, wenn man im Glück Vernunft besitzt
English (LSJ)
ές, all-overwhelming, Ἅιδης IG9(1).489 (Thyrrheum, ii B. C.).
Greek Monolingual
-ές, Α
βαρύς για όλους, επαχθής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο)- + -βαρής (< βάρος), πρβλ. ισο-βαρής].