παντοβαρής

From LSJ

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παντοβᾰρής Medium diacritics: παντοβαρής Low diacritics: παντοβαρής Capitals: ΠΑΝΤΟΒΑΡΗΣ
Transliteration A: pantobarḗs Transliteration B: pantobarēs Transliteration C: pantovaris Beta Code: pantobarh/s

English (LSJ)

παντοβαρές, all-overwhelming, Ἅιδης IG9(1).489 (Thyrrheum, ii B. C.).

Greek Monolingual

-ές, Α
βαρύς για όλους, επαχθής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο)- + -βαρής (< βάρος), πρβλ. ισοβαρής].