πολύγαλος
From LSJ
τίς δ' οἶδεν εἰ τὸ ζῆν μέν ἐστι κατθανεῖν, τὸ κατθανεῖν δὲ ζῆν κάτω νομίζεται → who knows if life is death, and if in the underworld death is considered life
English (LSJ)
ον, = πολυγάλακτος, Aët.2.17.
Greek Monolingual
-ον Α
πολυγάλακτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + γάλα (πρβλ. έγ-γαλος)].