πολύγαλος
From LSJ
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
English (LSJ)
πολύγαλον, = πολυγάλακτος, Aët.2.17.
Greek Monolingual
-ον Α
πολυγάλακτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + γάλα (πρβλ. έγγαλος)].