προβατεύσιμος
From LSJ
νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness
English (LSJ)
ον, suited for pasturage, πόα Ph. 2.91,131.
German (Pape)
[Seite 710] zur Vieh- oder Schafzucht geeignet, χώρα, Philo u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
προβᾰτεύσιμος: -ον, ἁρμόδιος εἰς βοσκὴν προβάτων, χώρα Φίλων 2. 91, 131.
Greek Monolingual
-ον, Α προβατεύω
κατάλληλος για βοσκή προβάτων.