προϋποσπείρω
From LSJ
Λυποῦντα λύπει, καὶ φιλοῦνθ' ὑπερφίλει → Illata mala repende; amantem magis ama → Den kränke, der dich kränkt, und liebe den, der liebt
English (LSJ)
sow beforehand, metaph. in Pass., π. φιλίαι καὶ ἐλπίδες Vett.Val.269.30.
Greek Monolingual
Α ὑποσπείρω
1. σπέρνω προηγουμένως
2. μτφ. διασπείρω προηγουμένως.