ὑποσπείρω

From LSJ

χρώμεθα γὰρ πολιτείᾳ οὐ ζηλούσῃ τοὺς τῶν πέλας νόμους → we live under a form of government which does not emulate the institutions of our neighbours

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποσπείρω Medium diacritics: ὑποσπείρω Low diacritics: υποσπείρω Capitals: ΥΠΟΣΠΕΙΡΩ
Transliteration A: hypospeírō Transliteration B: hypospeirō Transliteration C: ypospeiro Beta Code: u(pospei/rw

English (LSJ)

A sow, implant, πραπίδεσσι πόθον Melanipp.7; οὔασι μειλιχίην APl.4.33 (Leont.), cf. Ph.2.13, Plu.Lys.5; introduce, interweave, λόγους Πλάτωνος Id.Dio11; οὐρανομήκεις ἐλπίδας ὑ. Eun. Hist.p.251 D.:—Pass., to have plants sown in the midst, φοινικὼν ὑποσπειρόμενος CPR45.7 (iii A. D.), cf. Sammelb.5670.7 (ii A. D.); to be overspread, ῥίζαις ὑπεσπαρμένον λεπταῖς Dsc.1.3: metaph., πνεύματα ὑπέσπαρται ἐν τῷ σώματι Cass.Pr.43.

French (Bailly abrégé)

1 répandre secrètement (des propos, des calomnies, etc.) : πόλεσι PLUT dans les cités;
2 faire naître (litt. semer) sous ou dans : γέλωτα ÉL faire naître le rire.
Étymologie: ὑπό, σπείρω.

German (Pape)

darunter säen, nachsäen, heimlich ausstreuen, Sp., wie Ael.

Russian (Dvoretsky)

ὑποσπείρω: тайно или мало-помалу рассевать, распространять (διαβολάς, ἀρχὰς τῶν νεωτερισμῶν Plut.): ὑ. πραπίδων τινὸς πόθον Plut. зажигать страсть в чьей-л. груди.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποσπείρω: σπείρωδιασπείρω κρυφίως, Μελανιππίδ. 7 Bgk., Ἀνθ. Πλαν. 33· ὑποσπείρει διαβολὰς Πλούτ. 2. 65C.

Greek Monolingual

Α σπείρω
1. μτφ. διασπείρω κρυφά («τῶν λόγων τοῦ Πλάτωνος ἔστιν οὕστινας ὑποσπείροντος», Πλούτ.)
2. παθ. ὑποσπείρομαι
(για την γη) σπέρνομαι κάτω από τα δέντρα.

Greek Monotonic

ὑποσπείρω: σπέρνω κρυφά, σε Ανθ.

Middle Liddell

to sow secretly, Anth.