σαόμβροτος

From LSJ
Revision as of 17:45, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σᾰόμβροτος Medium diacritics: σαόμβροτος Low diacritics: σαόμβροτος Capitals: ΣΑΟΜΒΡΟΤΟΣ
Transliteration A: saómbrotos Transliteration B: saombrotos Transliteration C: saomvrotos Beta Code: sao/mbrotos

English (LSJ)

ον, preserving mortals, Procl.H.7.40.

German (Pape)

[Seite 861] = σαοσίμβροτος, Procl. H. in Minerv. 40, richtigere Form als das Vorige.

Greek (Liddell-Scott)

σαόμβροτος: -ον, ὁ σῴζων τοὺς βροτούς, Πρόκλ. Ὕμν. εἰς Ἀθην. 40.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που φυλάγει τους ανθρώπους ώστε να είναι σώοι και υγιείς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάος / σῶς «σώος» + -μβροτος (< βροτός «θνητός» < μρατός, βλ. λ. βροτός), πρβλ. θελξί-μβροτος, τερψί-μβροτος)].