σκυλακευτικός

From LSJ
Revision as of 18:05, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

ὁ δὲ πείσεται εἰς ἀγαθόν περ → he will obey you to his profit, he will obey you for his own good end

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκῠλᾰκευτικός Medium diacritics: σκυλακευτικός Low diacritics: σκυλακευτικός Capitals: ΣΚΥΛΑΚΕΥΤΙΚΟΣ
Transliteration A: skylakeutikós Transliteration B: skylakeutikos Transliteration C: skylakeftikos Beta Code: skulakeutiko/s

English (LSJ)

ή, όν, of or for puppies, Ph.1.202.

Greek (Liddell-Scott)

σκῠλᾰκευτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς σκύλακας, Φίλων 1. 202.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σκύλακα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκύλαξ, -ακος «μικρός σκύλος» + κατάλ. -ευτικός, πιθ. κατ' επίδραση του ρ. σκυλακεύω.