ἄμμες

From LSJ
Revision as of 18:24, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs)

Ἀνάπαυσίς ἐστι τῶν κακῶν ἀπραξία → Mali est levamen esse sine negotio → Erleichterung vom Unglück bringt Untätigkeit

Menander, Monostichoi, 644
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄμμες Medium diacritics: ἄμμες Low diacritics: άμμες Capitals: ΑΜΜΕΣ
Transliteration A: ámmes Transliteration B: ammes Transliteration C: ammes Beta Code: a)/mmes

English (LSJ)

Aeol. and Ep. for ἡμεῖς: acc. ἄμμε: gen. ἀμμέων: dat. ἄμμι (ἄμμιν); Hom., etc.; ἄμμεσιν, Alc.100.

Greek (Liddell-Scott)

ἄμμες: παλ. Αἰολ., Δωρ. καὶ Ἐπ. ἀντὶ ἡμεῖς, Ὅμ.

French (Bailly abrégé)

épq. c. ἡμεῖς.

English (Autenrieth)

see ἡμεῖς.

Spanish (DGE)

v. ἐγώ.

Greek Monolingual

ἅμμες (Α)
αιολικός και δωρικός τύπος της αντωνυμίας ἡμεῖς (ονομ. πληθ. του ἐγώ).

Greek Monotonic

ἄμμες: Αιολ. αντί ἡμεῖς, ονομ. πληθ. του ἐγώ.

Russian (Dvoretsky)

ἄμμες: эп.-эол.-дор. = ἡμεῖς.