συναορέω
From LSJ
ἄλλαι μὲν βουλαὶ ἀνθρώπων, ἄλλα δὲ Θεὸς κελεύει → man proposes, God disposes | men's wishes are different from what God orders | man's will is often different than God's decisions
English (LSJ)
accompany, γλυκεῖά οἱ συναορεῖ ἐλπίς Pi.Fr.214.
Greek (Liddell-Scott)
συνᾱορέω: συνοδεύω, συνακολουθῶ, ἐλπὶς οἱ συναορεῖ Πινδ. Ἀποσπ. 233.
English (Slater)
συνᾱορέω
1 accompany c. dat. γλυκεῖά οἱ καρδίαν ἀτάλλοισα γηροτρόφος συναορεῖ Ἐλπίς fr. 214. 3.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συναορέω [συνάορος] begeleiden, met dat. iem.
Russian (Dvoretsky)
συνᾱορέω: сопровождать, сопутствовать (τινι Pind. ap. Plat.).