σχοινιοπλόκος
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
ὁ, rope-maker, PGoodsp.Cair.30ii 1, al. (ii A.D.), POxy.934.4 (iii A.D.), etc.
German (Pape)
[Seite 1056] = σχοινιοστρόφος, Sp.
Greek Monolingual
ὁ, Α
Βλ. σχοινοπλόκος.