σφίδες
Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
English (LSJ)
χορδαὶ μαγειρικαί, Hsch. σφίδη· χορδή, Id. (Hence Lat. fides is perhaps borrowed.)
Greek Monolingual
Α
(κατά τον Ησύχ.) «χορδαὶ μαγειρικαί».
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. σφίδες και σφίδη συνδέονται με το λατ. fides, -is «χορδή» και αποτελούν πιθ. παράλληλα δάνεια από γλώσσα μη ινδοευρωπαϊκή].
Frisk Etymological English
Grammatical information: ?
Meaning: χορδαὶ μαγειρικαί H.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Reminds of Lat. fides cords of a lyre, cf. Ernout-Meillet s.v. From the same Mediterr. language.