χερνιβεῖον

From LSJ
Revision as of 20:10, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Ἤθους δικαίου φαῦλος οὐ ψαύει λόγος → Vox prava non pertingit ad mores bonos → Verkommne Rede rührt nicht an gerechte Art

Menander, Monostichoi, 214
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χερνῐβεῖον Medium diacritics: χερνιβεῖον Low diacritics: χερνιβείον Capitals: ΧΕΡΝΙΒΕΙΟΝ
Transliteration A: chernibeîon Transliteration B: chernibeion Transliteration C: cherniveion Beta Code: xernibei=on

English (LSJ)

τό, vessel for water to wash the hands, basin, τὸ χ. πρῶτον, ἡ πομπὴ σαφής Antiph.66, cf. IG22.1400.41, al., Michel832.46 (pl., Samos, iv B. C.).

Greek (Liddell-Scott)

χερνῐβεῖον: τό, λεκάνη πρὸς νίψιν τῶν χειρῶν, τὸ χ. πρῶτον ἐκ πομπῆς ἄφες Ἀντιφάνης ἐν «Βουσίριδι» 2, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 298 (ἔνθα ὁ Bentl. ἐπηνώρθωσεν αὐτὸ ἀντὶ χερνίβιον)· οὕτω καὶ ἀντὶ χερνιβίοις ἐν Ἀνδοκ. 33. 3 (ἔνθα τὰ Ἀντίγραφα ἔχουσι χερνίβοις, καὶ ὁ Ἀθήν. 408C - ἡμαρτημένως μνημονεύων τὸν Λυσίαν - ἔχει χερνίβιοις). ΙΙ. χερνίβιον, ἀμίς, οὐροδοχεῖον(;), Ἱππ. 1230D.

Greek Monolingual

τὸ, Α χέρνιψ, -ιβος]
το χέρνιβον («τὸ χερνιβεῑον πρῶτον ἐκ πομπῆς ἄφες», Αντιφάν.).