βλεπτέον
From LSJ
Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind
English (LSJ)
one must look, εἴς τι Pl.Lg.965d, Arist.APr.44a36, etc.
Greek (Liddell-Scott)
βλεπτέον: ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ ἴδῃ, νὰ ἀποβλέψῃ, εἴς τι Πλάτ. Νόμ. 965D.
Spanish (DGE)
hay que observar τί ποτ' ἔστιν εἰς ὃ β. Pl.Lg.965d, εἰς τὰ προειρημένα β. Arist.APr.44a36, cf. Plot.6.5.2.
Greek Monotonic
βλεπτέον: ρημ. επίθ. του βλέπω, πρέπει κάποιος να κοιτάξει, σε Πλάτ.