βραχυβάμων
From LSJ
πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται καὶ ὁ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται → for everyone who exalts himself will be humbled, and he who humbles himself will be exalted (Luke 14:11)
English (LSJ)
[ᾱ], ον, gen. ονος, taking short steps, Arist.Phgn.813a5.
German (Pape)
[Seite 462] von kurzem Schritt, Arist. Physiogn., v.l. βραδυβάμων.
Greek (Liddell-Scott)
βρᾰχῠβάμων: [ᾱ], -ον, ὁ βραχέα βήματα κάμνων, Ἀριστ. Φυσιογν. 6, 44.
Spanish (DGE)
-ον de paso corto Arist.Phgn.813a5.
Greek Monolingual
βραχυβάμων, -ον (Α)
αυτός που περπατάει με μικρά βήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βραχύς + -βάμων < βαίνω (πρβλ. βραδυβάμων, ετεροβάμων κ.ά.)].
Russian (Dvoretsky)
βρᾰχυβάμων: 2, gen. ονος делающий короткие шаги, семенящий Arst.