διανηστισμός
From LSJ
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
English (LSJ)
ὁ, breakfast, Philem.Gloss. ap. Ath.1.11d.
German (Pape)
[Seite 592] ὁ (Vernüchterung), Frühstück, Ath. I, 11 d.
Greek (Liddell-Scott)
διανηστισμός: ὁ, = ἀκρατισμός, πρόγευμα, Ἀθήν. 11D.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
desayuno οἱ παλαιοὶ ... ἀκρατισμὸν διανηστισμὸν ἔλεγον Philemo en Ath.11d.