θηρεύτωρ
From LSJ
τίς δ' οἶδεν εἰ τὸ ζῆν μέν ἐστι κατθανεῖν, τὸ κατθανεῖν δὲ ζῆν κάτω νομίζεται → who knows if life is death, and if in the underworld death is considered life
English (LSJ)
ορος, ὁ, hunter, θ. ἄνδρες, of men engaged in Circus games, IG4.365 (Corinth).
German (Pape)
[Seite 1209] ορος, ὁ, Ja, er, Inscr. I p. 575.
Greek (Liddell-Scott)
θηρεύτωρ: -ορος, ὁ, ἴδε θήρα ΙΙΙ.
Greek Monolingual
θηρεύτωρ, ὁ (Α) θηρεύω
(για άνδρες που μετέχουν σε αγώνα του ιπποδρόμου) κυνηγός θηρίων, θηριοδαμαστής.