καθάρβυλος
From LSJ
νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖιν → godly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet
English (LSJ)
v. κατάρβυλος.
Greek (Liddell-Scott)
καθάρβυλος: χλανίς· «ποδήρης ἕως τῶν ἀρβυλῶν» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
καθάρβυλος, -ον (Α)
βλ. κατάρβυλος.