καμηλώδης
From LSJ
Ἰδίας νόμιζε τῶν φίλων τὰς συμφοράς → Tuas amicus crede amici miserias → Betracht' als eignes deiner Freunde Missgeschick
English (LSJ)
ες, camel-like, Gal.6.664.
German (Pape)
[Seite 1316] ες, einem Kameel ähnlich, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰμηλώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς κάμηλον, οἱ ὀνώδεις καὶ καμηλώδεις ἄνθρωποι τὴν ψυχὴν καὶ τὸ σῶμα Γαλην. 6. 664, 11, Νικήτ. Χων. Χρον. 140D.
Greek Monolingual
καμηλώδης, -ῶδες (AM)
αυτός που μοιάζει με καμήλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάμηλος + -ώδης].