κιναιδίζω
From LSJ
Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter
English (LSJ)
practise unnatural vice, Antioch.Astr.in Cat.Cod.Astr.7.113.
Greek Monolingual
κιναιδίζω (Α) κίναιδος
(ενεργ. και μέσ.) είμαι κίναιδος, ενεργώ και συμπεριφέρομαι ως κίναιδος.