κοραλλικός
From LSJ
Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this life – rather, it is just a corpse with a soul
English (LSJ)
ή, όν, like coral, Ps.-Democr.Alch.p.56 B.; cf. κορωλλικός.
Greek Monolingual
κοραλλικός, -ή, -όν (Α) κοράλλιον
αυτός που μοιάζει με κοράλλι.