εἰς τετρημένον πίθον ἀντλεῖν → run water into a punctured pitcher, to the perforated jar bale water, labour in vain, labor in vain
Full diacritics: κῠλιστήριον | Medium diacritics: κυλιστήριον | Low diacritics: κυλιστήριον | Capitals: ΚΥΛΙΣΤΗΡΙΟΝ |
Transliteration A: kylistḗrion | Transliteration B: kylistērion | Transliteration C: kylistirion | Beta Code: kulisth/rion |
τό, = κυλίστρα, Gloss.
το (Α κυλιστήριον) κυλίνδω
το μέρος όπου κυλιούνται τα ζώα, η κυλίστρα.