κυμερνήτης
From LSJ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
English (LSJ)
ου, ὁ, Aeol. = κυβερνήτης, EM543.3:—also κυμερῆναι, Cypr. = κυβερνῆσαι, Schwyzer685(1).
Greek (Liddell-Scott)
κυμερνήτης: -ου, ὁ, Αἰολ. ἀντὶ κυβερνήτης, Ἐτυμολ. Μέγ. 543. 3.