λαχανεύς
From LSJ
Ἑκὼν σεαυτὸν τῇ Κλωθοῖ συνεπιδίδου παρέχων συννῆσαι οἷστισί ποτε πράγμασι βούλεται. Πᾶν ἐφήμερον, καὶ τὸ μνημονεῦον καὶ τὸ μνημονευόμενον → Be willing to give yourself up to Clotho, letting her spin to whatever ends she pleases. All is ephemeral—both memory and the object of memory (Marcus Aurelius 4.34f.)
English (LSJ)
έως, ὁ, = λαχανοπώλης, Id.Proll.ad Hes.p.5 G.
German (Pape)
[Seite 19] ὁ, der Gemüsegärtner, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
λαχανεύς: ὁ, ὁ καλλιεργῶν λάχανα, κηπουρὸς λαχανοκήπου, Πρόκλ. Προλεγ. εἰς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. σ. 5, ἔκδ. Gaisf.
Greek Monolingual
λαχανεύς, -έως, ὁ (Α) λάχανον
λαχανοπώλης.