λίνειος
From LSJ
διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)
Full diacritics: λίνειος | Medium diacritics: λίνειος | Low diacritics: λίνειος | Capitals: ΛΙΝΕΙΟΣ |
Transliteration A: líneios | Transliteration B: lineios | Transliteration C: lineios | Beta Code: li/neios |
[ῐ], α, ον, = λίνεος, Suid.
λίνειος: -α, -ον, = τῷ ἑπομ., Σουΐδ.
λίνειος, -εία, -ον (A) λίνον
(κατά το λεξ. Σούδα) «λίνεος», λινός.