λάγνης
From LSJ
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
English (LSJ)
ου, ὁ, Att. for λάγνος acc. to Phryn. 161, Phot. (but cf. Poll.6.188); voc. λάγνα Eub.55; acc. λάγνην Com.Adesp.388.
German (Pape)
[Seite 3] ὁ, = λαγνος, nach Phot. attische Form, vgl. Lob. zu Phryn. 184; ὦ λάγνα Eubul. B. A. 1189.
Greek (Liddell-Scott)
λάγνης: -ου, ὁ, = λάγνος, κλητ. λάγνα, ἴθι δεῦρ’ ἀφελοῦ τ’ ὦ λάγνα ταχὺ τὰ ποικίλα Εὔβουλ. ἐν «Κορυδαλλῷ» 1· ὀφθαλμὸς Κωμικ. Ἀνών. 216.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) ; voc. α;
c. λάγνος.