Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
Full diacritics: μέσουροι | Medium diacritics: μέσουροι | Low diacritics: μέσουροι | Capitals: ΜΕΣΟΥΡΟΙ |
Transliteration A: mésouroi | Transliteration B: mesouroi | Transliteration C: mesouroi | Beta Code: me/souroi |
(sc. κάλοι), οἱ, sail-ropes, halyards, Sch.A.R.1.566.
μέσουροι, οἱ (Α)
τα σχοινιά τών ιστίων, οι κάλοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)- + -ουρος(< ὅρος), πρβλ. πρόσουρος, σύνουρος].