μαινομένη

From LSJ
Revision as of 03:32, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαινομένη Medium diacritics: μαινομένη Low diacritics: μαινομένη Capitals: ΜΑΙΝΟΜΕΝΗ
Transliteration A: mainoménē Transliteration B: mainomenē Transliteration C: mainomeni Beta Code: mainome/nh

English (LSJ)

ἡ, = μαίνη, Sch.Luc. Gall.22:—Dim. μαινομένιον, τό, Alex. Trall.Febr.7.

Greek Monolingual

μαινομένη, ἡ (ΑM)
το ψάρι μαίνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. 'Αλλη μορφή της λ. μαίνη, κατ' επίδραση πιθ. της μτχ. του ρ. μαίνομαι.