μειζόνως
From LSJ
οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old
English (LSJ)
μειζότερος, μείζων, v. μέγας.
German (Pape)
[Seite 115] adv. von μείζων, Eur. Hec. 1121 Xen. Cyn. 13, 3.
Greek (Liddell-Scott)
μειζόνως: μειζότερος, μείζων, ἴδε ἐν λ. μέγας.
French (Bailly abrégé)
adv.
plus grandement ; plus, davantage.
Étymologie: μείζων.
Russian (Dvoretsky)
μειζόνως: ион. μεζόνως больше Her., Eur. etc.