μελανουργός
From LSJ
Μήποτε λάβῃς γυναῖκας εἰς συμβουλίαν → Consilia versas? Noli admittere mulierem → Zieh niemals Frauen zur Beratung mit hinzu
English (LSJ)
atramentarius, Gloss.
Greek Monolingual
μελανουργός, ὁ (Α)
ο παρασκευαστής μελάνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μελανόν «μαύρη βαφική ουσία», ουδ. του επιθ. μελανός + -ουργός].