νεφελοφόρος
From LSJ
Τύχη τέχνην ὤρθωσεν, οὐ τέχνη τύχην → Artem fortuna, non ars fortunam erigit → Das Glück erhöht die Kunst und nicht die Kunst das Glück
English (LSJ)
ον, bringing clouds, Lyd.Mag.3.32.
Greek (Liddell-Scott)
νεφελοφόρος: -ον, ὁ φέρων νεφέλας, Ἰω. Λυδ. περὶ Ἀρχῶν Πολιτικ. 3. 32.
Greek Monolingual
νεφελοφόρος, -ον (Α)
αυτός που φέρει νεφέλες, που συγκεντρώνει νέφη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεφέλη + -φόρος].