νυγματικός
From LSJ
English (LSJ)
ή, όν, suitable for νύγματα 1.2, ἔμπλαστρος Androm. ap. Gal.13.650.
Greek Monolingual
νυγματικός, -ή, -όν (Α) νύγμα
ο κατάλληλος για τη θεραπεία τών νυγμάτων, της προσβολής τών νεύρων.
Full diacritics: νυγμᾰτικός | Medium diacritics: νυγματικός | Low diacritics: νυγματικός | Capitals: ΝΥΓΜΑΤΙΚΟΣ |
Transliteration A: nygmatikós | Transliteration B: nygmatikos | Transliteration C: nygmatikos | Beta Code: nugmatiko/s |
ή, όν, suitable for νύγματα 1.2, ἔμπλαστρος Androm. ap. Gal.13.650.
νυγματικός, -ή, -όν (Α) νύγμα
ο κατάλληλος για τη θεραπεία τών νυγμάτων, της προσβολής τών νεύρων.