ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
Full diacritics: νοοσφᾰλής | Medium diacritics: νοοσφαλής | Low diacritics: νοοσφαλής | Capitals: ΝΟΟΣΦΑΛΗΣ |
Transliteration A: noosphalḗs | Transliteration B: noosphalēs | Transliteration C: noosfalis | Beta Code: noosfalh/s |
ές, (σφάλλω) = νοοπλανής 11, Nonn.D.17.277.
νοοσφᾰλής: -ές, (σφάλλω) = νοοπλανής, Νόνν. Δ. 7. 277.
νοοσφαλής, -ές (Α)
αυτός που καθιστά κάποιον παράφρονα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόος / νοῦς + -σφαλής (< σφάλλω), πρβλ. δομο-σφαλής, μεθυ-σφαλής].