ἐκμάσσατο
From LSJ
θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei
English (LSJ)
3sg. aor. I, he devised or invented, τέχνην h.Merc. 511; cf. μαίομαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκμάσσατο: γ΄ ἑν. ἀορ. α΄, ἐπενόησεν ἢ ἐφεῦρε, τέχνην Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 51· πρβλ. τὴν λέξ. μαίομαι.
French (Bailly abrégé)
v. *ἐκμαίομαι.
Spanish (DGE)
v. ἐκμαίομαι.
Greek Monotonic
ἐκμάσσατο: γʹ ενικ. αορ. αʹ, επινόησε ή εφηύρε, τι, σε Ομηρ. Ύμν.· βλ. μαίομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἐκμάσσατο: эп. 3 л. sing. aor. к *ἐκμαίομαι.
Middle Liddell
ἐκ-μάσσατο, 3rd sg. aor1, he devised or invented, τι Hhymn.; v. μαίομαι.