ἐναπορρίπτω
From LSJ
Ὅμοια πόρνη δάκρυα καὶ ῥήτωρ ἔχει → Lacrumae oratori eaedem ac meretrici cadunt → Von Dirne und von Redner sind die Tränen gleich
English (LSJ)
throw aside, Dsc.Eup.1.68 (dub.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐναπορρίπτω: ῥίπτω κατὰ μέρος, ἀπορρίπτω, ἐναπορρίψας τὰ σκύβαλα Διοσκ. περὶ Εὐπορίστ. 1. 71, Φώτ.
Spanish (DGE)
tirar, arrojar ἐν απορρίψας τὰ σκύβαλα Dsc.Eup.1.68.4 (cód., cj. ἀπορρίψας), en v. pas. ὡς ἄχρηστον ἐναπορρίπτεται ῥάκος Gr.Nyss.Hom.in 1Cor.6.18 (p.214), cf. Eus.HE 8.2.3, Philost.HE 7.15 (p.103.11).
Greek Monolingual
ἐναπορρίπτω (AM)
απορρίπτω, πετώ μέσα σε κάτι.