ἐπαποπνίγω

From LSJ
Revision as of 07:25, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Ὡς ἡδὺ τὸ ζῆν μὴ φθονούσης τῆς τύχης → Quam vita dulce est, fata dum non invident → Wie süß zu leben, wenn das Glück nicht neidisch ist

Menander, Monostichoi, 563
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπαποπνίγω Medium diacritics: ἐπαποπνίγω Low diacritics: επαποπνίγω Capitals: ΕΠΑΠΟΠΝΙΓΩ
Transliteration A: epapopnígō Transliteration B: epapopnigō Transliteration C: epapopnigo Beta Code: e)papopni/gw

English (LSJ)

[ῑ], choke besides:—Pass., aor. 2 ἐπαποπνῐγείης may you be choked besides, Ar.Eq.940 (Elmsl. for ἀποπν-).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπαποπνίγω: ῑ, ἀποπνίγω ἐπί τινι. - Παθ. ἀόρ. β΄, ἐσθίων ἐπαποπνῐγείης, εἴθε ν’ ἀποπνιγῆς ἐν τῷ ἐσθίειν, ἐνῷ τρώγεις, Ἀριστοφ. Ἱππ. 940 (κατὰ διόρθ. Elmsl. ἀντὶ ἀποπνι-).

Greek Monolingual

ἐπαποπνίγω (Α)
1. πνίγω επί πλέον, πνίγω για κάτι
2. μέσ. ἐπαποπνίγομαι
πνίγομαι, αποπνίγομαι («ἐσθίων άποπνιγείης» — είθε να πνιγείς τρώγοντας).

Greek Monotonic

ἐπαποπνίγω: [ῑ], πνίγω εκτός των άλλων — Παθ., ευκτ. αορ. βʹ, ἐπαποπνῐγείης, μακάρι και να πνιγείς, σε Αριστοφ.

Middle Liddell


to choke besides:—Pass. aor2 opt., ἐπαποπνῐγείης, may you be choked besides, Ar.