ἐπιβλάστησις
From LSJ
Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)
English (LSJ)
εως, ἡ, after-growth, Thphr.HP3.5.5, CP1.10.6, 1.13.6.
German (Pape)
[Seite 929] ἡ, das Nachkeimen, der Nachtrieb, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιβλάστησις: -εως, ἡ, ἡ μετὰ ταῦτα βλάστησις, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 10, 6.
Greek Monolingual
ἐπιβλάστησις, η (Α) επιβλαστάνω
βλάστηση μετά από κάτι.