ἐπιξεναγός
From LSJ
Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam
English (LSJ)
ὁ, officer attached to an ἐπιξεναγία, Ascl.Tact.6.3, Ael.Tact.16.4, Arr.Tact.14.6.
Greek Monolingual
ἐπιξεναγός, ὁ (Α)
ο αρχηγός της επιξεναγίας.