ἑλκετρίβων
From LSJ
Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam
English (LSJ)
[ῐ],ωνος, ὁ, cloak-trailer, nickname of a Laconian, Pl. Com.124.
German (Pape)
[Seite 798] ωνος, ὁ, der Mantelschlepper, Spottname eines Lacedämoniers, Plat. Com. bei Eustrat. ad Arist. Nic. 4, 7.
Spanish (DGE)
-ωνος, ὁ
• Prosodia: [-ῐ-]
que arrastra el manto, basto mote de un lacedemonio, Pl.Com.132.2.
Greek Monolingual
ἑλκετρίβων, ο (Α)
αυτός που σέρνει τον τρίβωνα (κοροϊδευτικά για τους Λακεδαιμονίους).