εὔμωλος
From LSJ
φελένη καὶ φάναξ καὶ φοῖκος καὶ φαήρ → Ἑλένη καὶ ἄναξ καὶ οἶκος καὶ ἀήρ | Helen, lord, house, and air
English (LSJ)
ον, (μῶλος) = ἀγαθὸς πολεμιστής, εὔοπλος, Hsch. (-μολ-cod.): Sup. -ότατον, = ἁπαλόν, νεάτατον, Id.
Greek (Liddell-Scott)
εὔμωλος: «ἀγαθὸς πολεμιστής. εὔοπλος», καὶ Ὑπερθ. «εὐμωλότατον· ἁπαλόν. νεώτατον» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
εὔμωλος, -ον (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ἀγαθὸς πολεμιστής, εὔοπλος».