ταξείδιον
From LSJ
Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß
English (LSJ)
τό, purpose, εἴς τινα ταξείδια Ps.-Democr.Alch.p.54 B.
German (Pape)
[Seite 1068] τό, dim. von τάξις, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
ταξείδιον: ἢ ὀρθότερον ταξίδιον, τό, ὑποκορ. τοῦ τάξις Δ, στρατεία, στράτευσις, πορεία, ἐκδημία, Κ. Πορφυρ. Πρὸς τὸν υἱὸν Ρωμανὸν 142, 244, Ἔκθ. Βασ. Τάξ. 445, Achmes Ὀνειροκρ. 158, 161, κλπ., ἴδε σημ. Κοραῆ εἰς Ἡλιόδ. τ. 2, σ. 296, ἴδε καὶ Λεξικ. Ὀρθογρ. καὶ Χρηστ. Ζηκίδου ἐν λ.