τορνευτικός

From LSJ
Revision as of 10:42, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

ῥᾷον ὀμνύναι κἀπιορκεῖν ἢ ὁτιοῦν → they thought less of swearing and perjuring themselves than of anything else in the world

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τορνευτικός Medium diacritics: τορνευτικός Low diacritics: τορνευτικός Capitals: ΤΟΡΝΕΥΤΙΚΟΣ
Transliteration A: torneutikós Transliteration B: torneutikos Transliteration C: torneftikos Beta Code: torneutiko/s

English (LSJ)

ή, όν, of or for turning on a lathe: ἡ -κή (sc. τέχνη) v.l. for τορευ- in M.Ant.5.1.

German (Pape)

[Seite 1130] zum Drehen, Drechseln gehörig, geschickt, M. Ant. 5, 1.

Greek (Liddell-Scott)

τορνευτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἡ ἁρμόζων εἰς τὸ τορνεύειν, στρέφειν τὸν τόρνον· ἡ τορνευτικὴ (ἐξυπακ. τέχνη) Μᾶρκ. Ἀντωνῖν. 5. 1.

Greek Monolingual

-ή, -ό / τορνευτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ τορνεύω
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τορνευτή («τορνευτικά εργαλεία»)
2. το θηλ. ως ουσ. η τορνευτική
η τέχνη του τορνευτή.