ἀπόχειρος
From LSJ
English (LSJ)
ον, unprepared, Plb.22.14.8.
German (Pape)
[Seite 336] (χείρ), von der Hand weg, unvorbereitet, Pol. 23, 14.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόχειρος: -ον, ἀπαράσκευος, Πολύβ. 23. 14, 8.
Spanish (DGE)
-ον
no preparado, desprovisto πρὸς ἔνια δὲ τῶν ἐπινοουμένων ἀπόχειρος ὢν ἐπεβάλετο Plb.22.14.8.
Greek Monolingual
ἀπόχειρος, -ον (Α)
απροετοίμαστος, ακατάρτιστος.
Russian (Dvoretsky)
ἀπόχειρος: не имеющийся под рукой, т. е. не приготовленный (πρός τι Polyb.).