ἀρχισωματοφύλαξ
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
English (LSJ)
[ῠ], ακος, ὁ, chief of the body-guard, LXXEs.2.21, OGI99.1 (ii B.C.), PTeb.79.52 (ii B.C.), J.AJ12.2.5.
German (Pape)
[Seite 366] ακος, ὁ, Befehlshaber der Leib wächter in Cyprus, Inscr. 2617.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρχισωμᾰτοφύλαξ: -ακος, ὁ, ὁ ἀρχηγὸς τῶν σωματοφυλάκων, Ἑβδ. (Ἐσθ. β΄, 21), Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰ. 12. 2, 5, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 2617, 4677, κ. ἀλλ.
Spanish (DGE)
-ακος, ὁ
alto personaje del cuerpo de guardia en la corte ptolemaica IPh.9 (III/II a.C.), SEG 28.1484.9 (File II a.C.), OGI 99.1 (III/II a.C.), PTeb.79.52, PTor.Armenothes 8.1 (ambos II a.C.), PMed.Bar.1.1 (II a.C.) en Aeg.61.1981.103, LXX 1Re.28.2, Es.2.21, Aristeas 12, I.AI 12.50.
Greek Monolingual
ἀρχισωματοφύλαξ, ο (Α)
1. ο επικεφαλής των σωματοφυλάκων
2. τίτλος στην αυλή των Πτολεμαίων της Αιγύπτου.