ἅλμια
From LSJ
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
English (LSJ)
τά, salted provisions, Men. 462.5.
German (Pape)
[Seite 108] τά, eingesalzene Fische, Menand. bei Ath. IV, 132 b, im Gegensatz von πρόσφατος.
Greek (Liddell-Scott)
ἅλμια: τά, ἁλμυραὶ ζωοτροφίαι, Μένανδρ. ἐν «Τροφωνίῳ» 1. 5.
Spanish (DGE)
-ων, τά
pescado salado, salazón τοῖς ἁλμίοις μὲν οὐ πάνυ ἁλίσκετ' del que está acostumbrado al pescado fresco, Men.Fr.397.5.
Greek Monolingual
ἅλμια, τα (Α) ἅλμη
αλμυρές ζωοτροφές, τροφές διατηρημένες στην άλμη.
Russian (Dvoretsky)
ἅλμια: τά соленье, т. е. маринованная, соленая рыба Men.