ἱερισμός
From LSJ
ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low
English (LSJ)
ὁ, sacred service, εἰς -ισμόν Inscr.Délos 338 Aa19 (iii B.C.), BCH6.23 (Delos, ii B.C.).
Greek (Liddell-Scott)
ἱερισμός: ὁ, ἐξαγνισμός, Ἐπιγρ. Δήλου Bull. d. corr. hell. VI. σ. 23.
Greek Monolingual
ἱερισμός, ὁ (Α) ιερίζω
εξαγνισμός, καθαρμός.